δεσμός
[ðezˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Verbundenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fδεσμόςδεσμός
- Bindungθηλυκό | Femininum, weiblich fδεσμός χημεία | Chemieχημδεσμός χημεία | Chemieχημ
- Beziehungθηλυκό | Femininum, weiblich fδεσμός σχέσηδεσμός σχέση
- (Liebes-)Verhältnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nδεσμός ερωτικόςδεσμός ερωτικός