„δελεάζω“: μεταβατικό ρήμα δελεάζω [ðeleˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) locken, verlocken, anlocken, ködern locken, verlocken, anlocken δελεάζω δελεάζω ködern δελεάζω με υποσχέσεις δελεάζω με υποσχέσεις