δεκτός
[ðekˈtos], δεκτή, δεκτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- annehmbar, akzeptabelδεκτόςδεκτός
exemples
-
- γίνομαι δεκτόςzugelassen werden
- γίνομαι δεκτόςangenommen werden