„δαυλίτης“: αρσενικό δαυλίτης [ðaˈvlitis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Mehltau Mehltauαρσενικό | Maskulinum, männlich m δαυλίτης δαυλίτης