„δανεικός“ δανεικός [ðaniˈkos], δανεική, δανεικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) geliehen geliehen δανεικός δανεικός exemples δανεικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl geliehene(s) Geldουδέτερο | Neutrum, sächlich n Schuldenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl δανεικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl