„δανείζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα δανείζομαι [ðaˈnizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) entleihen, entlehnen, sich borgen, sich leihen sich borgen, sich (aus)leihen (από von, bei) δανείζομαι δανείζομαι entleihen δανείζομαι βιβλίο δανείζομαι βιβλίο entlehnen (από aus) δανείζομαι λέξεις δανείζομαι λέξεις