„δαμάζω“: μεταβατικό ρήμα δαμάζω [ðaˈmazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) zähmen, bändigen, bezwingen zähmen δαμάζω ζώο δαμάζω ζώο bändigen δαμάζω επιβάλλω πειθαρχία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ δαμάζω επιβάλλω πειθαρχία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ bezwingen δαμάζω κατανικώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ δαμάζω κατανικώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ