δακτυλογράφος
[ðaktiloˈɣrafos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schreibkraftθηλυκό | Femininum, weiblich fδακτυλογράφοςδακτυλογράφος