δακρυϊκός
[ðakriiˈkos], δακρυϊκή, δακρυϊκόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- δακρυϊκός αδέναςαρσενικό | Maskulinum, männlich mTränendrüseθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δακρυϊκός ασκόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mTränensackαρσενικό | Maskulinum, männlich m