„δαιμονικός“ δαιμονικός [ðemoniˈkos], δαιμονική, δαιμονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) dämonisch, teuflisch dämonisch δαιμονικός δαιμονικός teuflisch δαιμονικός έξυπνος δαιμονικός έξυπνος