δίνη
[ˈðini]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- (Wasser-)Strudelαρσενικό | Maskulinum, männlich mδίνη νερού, ανέμουδίνη νερού, ανέμου
- Wirbelαρσενικό | Maskulinum, männlich mδίνη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδίνη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ