„δάκτυλος“: αρσενικό δάκτυλος [ˈðaktilos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Finger, Daktylus Fingerαρσενικό | Maskulinum, männlich m δάκτυλος δάχτυλο, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ δάκτυλος δάχτυλο, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Daktylusαρσενικό | Maskulinum, männlich m δάκτυλος μέτρο δάκτυλος μέτρο