γύρη
[ˈjiri]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Pollenαρσενικό | Maskulinum, männlich mγύρη βοτανική | BotanikβοτBlütenstaubαρσενικό | Maskulinum, männlich mγύρη βοτανική | Botanikβοτγύρη βοτανική | Botanikβοτ
exemples
- αλλεργίαθηλυκό | Femininum, weiblich f στη γύρηPollenallergieθηλυκό | Femininum, weiblich f