„γόνατο“: ουδέτερο γόνατο [ˈɣonato]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Knie Knieουδέτερο | Neutrum, sächlich n γόνατο γόνατο exemples στα γόνατα auf dem Schoß στα γόνατα στα γόνατα auf Knien στα γόνατα