„γυρεύω“: μεταβατικό ρήμα γυρεύω [jiˈrevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -ε(υ)μένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) suchen, verlangen suchen γυρεύω γυρεύω verlangen γυρεύω απαιτώ γυρεύω απαιτώ