γυναίκα
[jiˈneka]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Frauθηλυκό | Femininum, weiblich fγυναίκαγυναίκα
- Ehefrauθηλυκό | Femininum, weiblich fγυναίκα σύζυγοςγυναίκα σύζυγος
- Weibουδέτερο | Neutrum, sächlich nγυναίκα μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτγυναίκα μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ
exemples
- Damentoiletteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- γυναίκα-βιτρίναθηλυκό | Femininum, weiblich fAlibifrauθηλυκό | Femininum, weiblich f
- γυναίκα καριέραςKarrierefrauθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples