γυμνάζω
[jiˈmnazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- γυμνάζω εκπαιδεύω
- schulenγυμνάζω κ. μνήμη, ικανότητεςγυμνάζω κ. μνήμη, ικανότητες
- trainieren, üben (κάποιον σε κάτι jemanden in etwas+δοτική | +Dativ +dat)γυμνάζω αθλώγυμνάζω αθλώ
- dressierenγυμνάζω ζώαγυμνάζω ζώα
- exerzierenγυμνάζω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ κάνω ασκήσειςγυμνάζω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ κάνω ασκήσεις