γρουσούζικος
[ɣruˈsuzikos], γρουσούζικη, γρουσούζικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Unglücks-, unglücklichγρουσούζικοςγρουσούζικος
exemples
- γρουσούζικος αριθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mUnglückszahlθηλυκό | Femininum, weiblich f