γραφείο
[ɣraˈfio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schreibtischαρσενικό | Maskulinum, männlich mγραφείο έπιπλογραφείο έπιπλο
- Arbeitszimmerουδέτερο | Neutrum, sächlich nγραφείο δωμάτιογραφείο δωμάτιο
- Büroουδέτερο | Neutrum, sächlich nγραφείο χώρος εργασίαςγραφείο χώρος εργασίας
- Amtουδέτερο | Neutrum, sächlich nγραφείο τμήμα υπηρεσίαςγραφείο τμήμα υπηρεσίας
exemples
- δικηγορικό γραφείο(Anwalts-)Kanzleiθηλυκό | Femininum, weiblich f
- γραφείο γνωριμιώνPartnervermittlungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- γραφείο γραμματέα δήμουOrdnungsamtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples