γράψιμο
[ˈɣrapsimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schreibenουδέτερο | Neutrum, sächlich nγράψιμο πράξηγράψιμο πράξη
- (Hand-)Schriftθηλυκό | Femininum, weiblich fγράψιμο γραφικός χαρακτήραςγράψιμο γραφικός χαρακτήρας