„γλώσσημα“: ουδέτερο γλώσσημα [ˈɣlosima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Glosse Glosseθηλυκό | Femininum, weiblich f γλώσσημα γλώσσημα