„γλύκανση“: θηλυκό γλύκανση [ˈɣlikansi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Süßen Süßenουδέτερο | Neutrum, sächlich n γλύκανση γλύκανση