γλύκα
[ˈɣlika]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Süßeθηλυκό | Femininum, weiblich fγλύκα ιδιότητα του γλυκούγλύκα ιδιότητα του γλυκού
- Mildeθηλυκό | Femininum, weiblich fγλύκα ιδιότητα του γαλήνιου μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφγλύκα ιδιότητα του γαλήνιου μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Lieblichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fγλύκα απαλότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφγλύκα απαλότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples