„γλοιώδης“ γλοιώδης [ɣliˈoðis], γλοιώδης, γλοιώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) klebrig, schleimig, schmierig klebrig γλοιώδης κολλώδης γλοιώδης κολλώδης schleimig, schmierig γλοιώδης αηδιαστικόςκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ γλοιώδης αηδιαστικόςκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ