„γκαντέμης“: αρσενικό γκαντέμης [ganˈdemis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Pechvogel Pechvogelαρσενικό | Maskulinum, männlich m γκαντέμης γκαντέμης