„γινωμένος“ γινωμένος [jinoˈmenos], γινωμένη, γινωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) reif reif γινωμένος φρούτο γινωμένος φρούτο