„γιατρεύω“: μεταβατικό ρήμα γιατρεύω [jaˈtrevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -εμένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) behandeln, kurieren, heilen, therapieren behandeln, kurieren γιατρεύω καταπολεμώ την α-σθένεια γιατρεύω καταπολεμώ την α-σθένεια heilen, therapieren γιατρεύω απαλλάσσω από την ασθένεια γιατρεύω απαλλάσσω από την ασθένεια