γεμιστός
[jemisˈtos], γεμιστή, γεμιστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- gefülltγεμιστόςγεμιστός
exemples
- γεμιστά ζυμαρικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplMaultaschenπληθυντικός | Plural pl
- γεμιστές πιπεριέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplgefüllte Paprikaschotenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl