γδύνω
[ˈɣðino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ausziehen, entkleidenγδύνω ξεντύνωγδύνω ξεντύνω
- ausraubenγδύνω κατακλέβω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφγδύνω κατακλέβω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ