„γδούπος“: αρσενικό γδούπος [ɣˈðupos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Bums Bumsαρσενικό | Maskulinum, männlich m γδούπος γδούπος