γαρνιτούρα
[ɣarniˈtura]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Beilageθηλυκό | Femininum, weiblich fγαρνιτούρα γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ φαγητούγαρνιτούρα γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ φαγητού
exemples
- γαρνιτούρα κοτόπουλου γαστρονομία | Kochkunst, GastronomieγαστρHühnerkleinουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- γαρνιτούρα κρέμαςSahnehäubchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- γαρνιτούρα σαλάταςSalatdressingουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples