„γαλακτώδης“ γαλακτώδης [ɣalakˈtoðis], γαλακτώδης, γαλακτώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) milchig milchig γαλακτώδης γαλακτώδης