„γαλαζοπράσινος“ γαλαζοπράσινος [ɣalazoˈprasinos], γαλαζοπράσινη, γαλαζοπράσινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) blaugrün blaugrün γαλαζοπράσινος γαλαζοπράσινος