γαλάκτωμα
[ɣaˈlaktoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Reinigungsmilchθηλυκό | Femininum, weiblich fγαλάκτωμα καλλυντικόγαλάκτωμα καλλυντικό