„γέρικος“ γέρικος [ˈjerikos], γέρικη, γέρικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) alt alt γέρικος δέντρο, ζώο, δέρμα γέρικος δέντρο, ζώο, δέρμα