γάργαρος
[ˈɣarɣaros], γάργαρη, γάργαροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- plätscherndγάργαροςγάργαρος
- sprudelndγάργαρος γέλιογάργαρος γέλιο