„γάμος“: αρσενικό γάμος [ˈɣamos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ehe, Heirat, Hochzeit, Trauung Eheθηλυκό | Femininum, weiblich f γάμος γάμος Heiratθηλυκό | Femininum, weiblich f γάμος παντρειά γάμος παντρειά Hochzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f γάμος τελετή Trauungθηλυκό | Femininum, weiblich f γάμος τελετή γάμος τελετή exemples είμαι σε ηλικία γάμου im heiratsfähigen Alter sein είμαι σε ηλικία γάμου πολιτικός/θρησκευτικός γάμος standesamtliche/kirchliche Trauungθηλυκό | Femininum, weiblich f πολιτικός/θρησκευτικός γάμος