βώλος
[ˈvolos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- (Erd-)Klumpenαρσενικό | Maskulinum, männlich mβώλος χώματοςβώλος χώματος
- Murmelθηλυκό | Femininum, weiblich fβώλος μπίλιαβώλος μπίλια