βυθίζομαι
[viˈθizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- sinken, versinken, einsinken, untergehen, eintauchen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)βυθίζομαιβυθίζομαι
- sich vertiefen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)βυθίζομαι στην ανάγνωση, σε σκέψεις μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφβυθίζομαι στην ανάγνωση, σε σκέψεις μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- tauchen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)βυθίζομαι εξαφανίζομαιβυθίζομαι εξαφανίζομαι