„βρωμοδουλειά“: θηλυκό βρωμοδουλειά [vromoðuˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Grobe Grobe(s)ουδέτερο | Neutrum, sächlich n βρωμοδουλειά βρωμοδουλειά