„βουτήματα“: πληθυντικός ουδετέρου βουτήματα [vuˈtimata]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Gebäck (Kaffee-)Gebäckουδέτερο | Neutrum, sächlich n βουτήματα βουτήματα