„βοτανολογία“: θηλυκό βοτανολογία [votanoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Botanik Botanikθηλυκό | Femininum, weiblich f βοτανολογία βοτανολογία