βιασμός
[viazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gewaltanwendungθηλυκό | Femininum, weiblich fβιασμόςβιασμός
- Vergewaltigungθηλυκό | Femininum, weiblich fβιασμός σεξουαλικόςβιασμός σεξουαλικός