βελτίωση
[velˈtiosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Besserungθηλυκό | Femininum, weiblich fβελτίωση καλυτέρευση, κ. υγείαςβελτίωση καλυτέρευση, κ. υγείας
- Verbesserungθηλυκό | Femininum, weiblich fβελτίωση συνθηκών εργασίαςβελτίωση συνθηκών εργασίας
exemples
- βελτίωση δρόμουStraßenausbauαρσενικό | Maskulinum, männlich m