„βασανισμός“: αρσενικό βασανισμός [vasanizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Folterung Folterungθηλυκό | Femininum, weiblich f βασανισμός βασανισμός