„βαπόρι“: ουδέτερο βαπόρι [vaˈpori]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Dampfer, Schiff Dampferαρσενικό | Maskulinum, männlich m βαπόρι Schiffουδέτερο | Neutrum, sächlich n βαπόρι βαπόρι