„βαθύτητα“: θηλυκό βαθύτητα [vaˈθitita]θηλυκό | Femininum, weiblich fκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Tiefe, Tiefgang Tiefeθηλυκό | Femininum, weiblich f βαθύτητα βάθος βαθύτητα βάθος Tiefgangαρσενικό | Maskulinum, männlich m βαθύτητα πνευματικό βάθος βαθύτητα πνευματικό βάθος