βάψιμο
[ˈvapsimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Färbenουδέτερο | Neutrum, sächlich nβάψιμο ρούχων, μαλλιώνβάψιμο ρούχων, μαλλιών
- Lackierungθηλυκό | Femininum, weiblich fβάψιμο αυτοκίνητοβάψιμο αυτοκίνητο
- Streichenουδέτερο | Neutrum, sächlich nβάψιμο τοίχουAnstrichαρσενικό | Maskulinum, männlich mβάψιμο τοίχουβάψιμο τοίχου
- Schminkeθηλυκό | Femininum, weiblich fβάψιμο προσώπουβάψιμο προσώπου
exemples
- βάψιμο των μαλλιώνHaarfärbenουδέτερο | Neutrum, sächlich n