„βάδισμα“: ουδέτερο βάδισμα [ˈvaðizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Gang, Gangart, Schritt Gangαρσενικό | Maskulinum, männlich m βάδισμα περπατησιά Gangartθηλυκό | Femininum, weiblich f βάδισμα περπατησιά Schrittαρσενικό | Maskulinum, männlich m βάδισμα περπατησιά βάδισμα περπατησιά