αφαιρώ
[afeˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- entfernenαφαιρώ απομακρύνω, βγάζω, κ. λεκέαφαιρώ απομακρύνω, βγάζω, κ. λεκέ
- αφαιρώ
- αφαιρώ παίρνω κάτι που ανήκει σε άλλον
- abziehenαφαιρώ έξοδααφαιρώ έξοδα
- entziehenαφαιρώ δίπλωμα οδηγήσεωςαφαιρώ δίπλωμα οδηγήσεως
- entfernenαφαιρώ ιατρική | Medizinιατραφαιρώ ιατρική | Medizinιατρ
- aberkennenαφαιρώ νομικός όρος | Rechtswesenνομαφαιρώ νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- subtrahierenαφαιρώ μαθηματικά | Mathematikμαθαφαιρώ μαθηματικά | Mathematikμαθ
exemples
- αφαιρώ ξύνοντας
- αφαιρώ την ιθαγένειαdie Staatsbürgerschaft aberkennen, ausbürgern